- τουμπεκί
- τοάκλ. (λ. τουρκ.)1. ειδικός καπνός για το ναργιλέ.2. μτφ., σιωπή: Κάνε τουμπεκί.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τουμπεκί — το, Ν 1. βοτ. κοινή ονομασία τού είδους καπνού Νicotiana rustica το οποίο καλλιεργείται σε περιορισμένη κλίμακα στην Τουρκία, στην Ελλάδα, στην πρώην ΕΣΣΔ, στην Πολωνία και στην Ινδία 2. φύλλα τού καπνού αυτού, ειδικά παρασκευασμένα και… … Dictionary of Greek
ναργιλές — Συσκευή καπνίσματος, που χρησιμοποιείται στις χώρες της Ανατολής. Λέγεται και ναργελές, αργελές και αργιλές. Αποτελείται από μια φιάλη γεμάτη νερό από το οποίο περνά ο καπνός, πριν φτάσει στο στόμα του καπνιστή. Η ονομασία του προέρχεται από την… … Dictionary of Greek
τουμπεκιάζομαι — Ν [τουμπεκί] αναγκάζομαι να σωπάσω, τό βουλώνω … Dictionary of Greek
Πικρός, Πέτρος — (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Πέτρου Γεναρόπουλου, Κωνσταντινούπολη 1900 – Αθήνα 1956). Συγγραφέας. Νέος έζησε στην Ελβετία και στο Παρίσι, όπου για ένα διάστημα σπούδασε ιατρική και το 1920 ήρθε στην Αθήνα, όπου ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία και… … Dictionary of Greek